ηώς

ηώς
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους γεννήθηκαν οι άνεμοι Αργέστης, Ζέφυρος, Βορέας και Νότος, ο Εωσφόρος και οι αστέρες. Ήταν αιώνια νέα και είχε πολλούς εραστές (Ωρίωνα, Κέφαλο, κ.ά.)· πιο πολύ όμως απ’ όλους αγάπησε τον Τιθωνό, για τον οποίο ζήτησε από τον Δία την αθανασία, ξέχασε όμως να ζητήσει γι’ αυτόν και την αιώνια νεότητα. Παιδιά της H. και του Τιθωνού ήταν ο Μέμνων και ο Ημαθίων. Η Η. εικονίζεται άλλοτε πάνω σε φτερωτά άλογα που προηγούνται από το άρμα του Ήλιου, άλλοτε να σκορπά δροσιά στη Γη και άλλοτε να απαγάγει τους εραστές της.
Η Ηώς σε αρχαίο καθρέφτη (Μουσείο του Βατικανού, Βατικανό).
II
Τίτλος περιοδικών της Πάτρας.
1. Περιοδικό που εκδιδόταν το 1880.
2. Περιοδικό που εκδιδόταν τα έτη 1918-19.
* * *
η (AM ἠώς, Α και αττ. τ. ἕως και δωρ. τ. ἀώς και αιολ. τ. αὔως)
1. το πρώτο φως τής ημέρας που προαναγγέλλει την ανατολή τού ηλίου, η αυγή, το χάραμα, το γλυκοχάραμα
2. το σημείο τού ορίζοντα απ' όπου πρωτοεμφανίζεται ο ήλιος, η ανατολή
3. το πρωί, ως χρονικό τμήμα τής ημέρας
νεοελλ.
μτφ. η αρχή οποιουδήποτε πράγματος που συντελείται μέσα στον χρόνο («η ηώς τού πολιτισμού»)
αρχ.
1. το φως τής ημέρας
2. συνεκδ. η ημέρα
3. μτφ. η ζωή («φῶς λίπες ἠοῡς», επιγρ.)
4. φρ. «ἅμα ἠοῑ» ή «ἅμα (τῇ) ἕῳ» — με την αυγή
5. (ως κύρ. όνομα) ἡ Ἠώς
θεά τής αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, προσωποποίηση τού εωθινού φωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εως (ΙΙ). Η λ. ηώς ως α' συνθετικό με τη μορφή ηω- χρησιμοποιείται σε πολλούς γεωλογικούς όρους, τους οποίους εισήγαγε η ελλ. (ως αντιδάνειες λ.) προκειμένου να δηλώσει το κατώτερο τμήμα γεωλογικών συστημάτων και την πρώτη από τις δύο ή τρεις υποδιαιρέσεις μιας γεωλογικής εποχής (πρβλ. ηώκαινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἠώς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠώς — dawn fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηώς — η αρχαίο κύριο όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀοῖ — ἠώς dawn fem voc sg (doric) ἠώς dawn fem dat sg (doric) ἠώς dawn fem dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀῶς — ἠώς dawn fem acc pl (doric) ἠώς dawn fem nom/voc pl (doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠοῖ — Ἠώς fem voc sg Ἠώς fem dat sg Ἠώς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠοῖ — ἠώς dawn fem dat sg ἠώς dawn fem dat sg ἠώς dawn fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοῦς — ἠώς dawn fem nom/voc pl (doric) ἠώς dawn fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕω — ἠώς dawn fem acc sg (attic) ἠώς dawn fem nom/voc/acc dual (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἠοῦς — Ἠώς fem nom/voc pl Ἠώς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”